Είναι υποείδος της οικόσιτης αγελάδας με προέλευση από την νότια Ασία. Κατάγονται από τον άγριο ταύρο Άουροχς που εξαφανίστηκε από την εποχή του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού ποταμού λόγω διασταύρωσης με εξημερωμένα είδη και καταστροφής του ενδιαιτήματος του. Αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι το είδος είχε εισαχθεί στην Αίγυπτο το 2000 π.χ από την Μέση ανατολή. Αργότερα εξαπλώθηκε στην Υποσαχάρια Αφρική ανάμεσα στο έτος 700 και 1500 και στο Κέρας της Αφρικής γύρω στο 1000 μ.Χ. Κύρια χαρακτηριστικά του ζεμπού είναι ένα λιπώδες εξόγκωμα (καμπούρα) στην άκρη της ράχης, πτυχές δέρματος, οι οποίες κρέμονται προς τα κάτω και σχηματίζουν ένα είδος προγουλιού και κρεμαστά αυτιά. Είναι καλά προσαρμοσμένα στο να επιβιώνουν στο σκληρό περιβάλλον των τροπικών και είναι ανθεκτικά στις υψηλές θερμοκρασίες, τις ασθένειες και την υγρασία. Εκτρέφονται ευρέως στις χώρες των τροπικών. Φτάνουν σε σεξουαλική ωριμότητα στην ηλικία των 44 μηνών ενώ η κύηση διαρκεί κατά μέσον όρο 285 ημέρες. Χρησιμοποιούνται για αγροτικές εργασίες όπως το να σέρνουν κάρα, για το κρέας, το γάλα, το δέρμα και την κοπριά τους. Από τα οστά και τα κέρατα του κατασκευάζονται μαχαίρια. Το κρέας του ζώου δεν βρίσκεται σε υψηλή εκτίμηση και θεωρείται σκληρό και χαμηλής ποιότητας. Στην Ινδία το ζεμπού συμβολίζει τον Νάντι, τον ιερό ταύρο του θεού Σίβα.